- Τροιζῆνι
- Τροιζήνfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικίζω — (ΑΜ κατοικίζω) 1. στέλνω κάποιον να κατοικήσει κάπου («γυναῑκας εἰς φῶς ἡλίου κατῴκισας», Ευρ.) 2. ιδρύω αποικία σε μια χώρα, αποικίζω («ἁπάσας δὲ τὰς νήσους κατῴκισαν», Ισοκρ.) μσν. 1. (ενεργ. και μέσ.) μένω, διαμένω, κατοικώ 2. στρατοπεδεύω αρχ … Dictionary of Greek
Τροιζῆν' — Τροιζῆνα , Τροιζήν fem acc sg Τροιζῆνι , Τροιζήν fem dat sg Τροιζῆνε , Τροιζήν fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)